ἀπόφθεγκτος

ἀπόφθεγμα

ἀποφθεγματικός
ἀπόφθεγμα, ατος (τὸ) apophtegme, sentence, précepte, Xén. Hell. 2, 3, 56 ; Arstt. Metaph. 3, 5, 13, etc. ; Cic. Fam. 9, 16, etc. ; τὰ Ἀπ. les Préceptes, titre de deux ouvrages de Plutarque.
Étym. ἀποφθέγγομαι.