ἀπόφθεγμα

ἀποφθεγματικός

ἀποφθείρω
ἀποφθεγματικός, ή, όν :
1 qui a un sens profond, Plut. Brut. 2 ||
2 qui parle par sentences, Plut. Lyc. 19.
Étym. ἀπόφθεγμα.