ἀπόφυσις

ἀποφυτεία

ἀποφυτεύω
ἀποφυτεία, ας () [] plantation d’une bouture, Arstt. Longæv. 6, 5, etc. ; Th. C.P. 1, 4, 3.
Étym. ἀποφυτεύω.