ἀποπλευστέον

ἀποπλέω

ἀποπληκτικός
ἀπο·πλέω (f. -πλεύσομαι ou -πλευσοῦμαι)
1 s’éloigner par mer, Thc. 1, 55 ; 6, 61 ||
2 revenir par mer, Xén. Hell. 1, 1, 13, etc. ||
E Fut. ἀποπλευσοῦμαι, Plat. Hipp. mi. 371b. Prés. épq. et ion. ἀποπλείω, Il. 9, 418 ; cf. ἀποπλώω.