ἀποπλέω

ἀποπληκτικός

ἀπόπληκτος
ἀποπληκτικός, ή, όν :
1 qui concerne l’apoplexie, Hpc. 6, 257, etc. ||
2 atteint d’apoplexie, apoplectique, Arstt. Rhet. 3, 10, 7.
Étym. ἀπόπληκτος.