ἀποπληρόω-ῶ

ἀποπληρωματικός

ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωματικός, ή, όν, qui remplit complètement, qui accomplit pleinement, Jambl. Myst. p. 71, 22 (conj. ἀποπληρωτικός).
Étym. *ἀποπλήρωμα, d’ἀποπληρόω.