ἀποπληρωματικός

ἀποπλήρωσις

ἀποπληρωτέος
ἀποπλήρωσις, εως ()
1 action de remplir complètement, d’accomplir, Plut. M. 48c ; Them. 28 ||
2 action de payer (une dette), d’expier (une faute) Clém. Str. 6, 14, §109.
Étym. ἀποπληρόω.