ἀποπροάγω

ἀποπροαιρέω-ῶ

ἀποπροϐάλλω
ἀπο·προαιρέω-ῶ (part. ao. 2 -προελών) prélever une part de, gén.: ἀπ. σίτου, Od. 17, 457, prendre un morceau de pain.