ἀποπυνθάνομαι

ἀποπυρίας ἄρτος

ἀποπυριάω-ῶ
ἀπο·πυρίας ἄρτος () [] pain cuit sur la braise, Crat. (Ath. 111e).
Étym. ἀπό, πῦρ.