ἀποπυρίας ἄρτος

ἀποπυριάω-ῶ

ἀποπυρίζω
ἀπο·πυριάω-ῶ [] réchauffer, t. de méd. Gal. 13, 601 ; Antyll. 150.
Étym. ἀπό, πῦρ.