ἀπόρρητος

ἀπορριγέω-ῶ

ἀπορριγόω-ῶ
ἀπο·ρριγέω-ῶ [] (seul. pf. ἀπέρριγα []) frissonner de crainte, Od. 2, 52.
Étym. ἀ. ῥιγέω.