ἀπορριγέω-ῶ

ἀπορριγόω-ῶ

ἀπορριζόω-ῶ
ἀπο·ρριγόω-ῶ [] frissonner de froid, Arstt. Probl. 1, 29, 3.
Étym. ἀ. ῥιγόω.