ἀπορριγόω-ῶ

ἀπορριζόω-ῶ

ἀπορρινάω-ῶ
ἀπο·ρριζόω-ῶ, déraciner, Alciphr. 3, 66 ; Nyss. 1, 434.
Étym. ἀ. ῥιζόω.