ἀπόρροια

ἀπορροιϐδέω-ῶ

ἀπόρροος-ους
ἀπο·ρροιϐδέω-ῶ (ao. ἀπερροίϐδησα) faire retentir, Nonn. D. 2, 257 ; ἀπ. βοάς, Soph. Ant. 1021, pousser de grands cris.