ἀποσκευή

ἀπόσκημμα

ἀποσκηνέω-ῶ
ἀπόσκημμα, ατος (τὸ)
1 appui, point d’appui, Eschl. fr. 16 ||
2 abcès, Gal. 11, 116.
Étym. ἀποσκήπτω.