ἀποσύστασις

ἀπόσφαγμα

ἀποσφάζω
ἀπόσφαγμα, ατος (τὸ) sang d’un animal égorgé, El. N.A. 1, 34.
Étym. ἀποσφάζω ; cf. ὑπόσφαγμα.