Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπόσπονδος
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπό·σπορος,
ος, ον,
issu de,
gén.
Mus.
249 ;
Nonn.
D.
11, 145
.
Étym.
ἀποσπείρω
.