ἀποσταυρόω-ῶ

ἀποσταφιδόω-ῶ

ἀποσταχύω
ἀπο·σταφιδόω-ῶ [τᾰῐ] transformer en raisin sec, Th. C.P. 2, 8, 3.
Étym. ἀ. σταφίς.