ἀποστατικῶς

ἀποστάτις

ἀποσταυρόω-ῶ
ἀποστάτις, ιδος () [τᾰ] qui fait défection, séditieux, rebelle, Spt. 2 Esdr. 2, 14 ; Jos. A.J. 11, 2, 1.
Étym. cf. ἀποστάτης.