ἀποστέγω

ἀποστεινόω-ῶ

ἀποστείχω
ἀπο·στεινόω-ῶ (seul. pl. q. pf. pass. 3 sg. ἀπεστείνωτο) c. ἀποστενόω, Thcr. Idyl. 22, 101.