ἀποστερέω-ῶ

ἀποστέρησις

ἀποστερητέον
ἀποστέρησις, εως ()
1 privation, Thc. 7, 70 ||
2 action de déposséder qqn de, de s’emparer de, Plat. Leg. 936d.
Étym. ἀποστερέω.