ἀποστοματίζω

ἀποστομίζω

ἀποστομόω-ῶ
ἀπο·στομίζω (part. pf. pass. ἀπεστομισμένος) émousser, Philstr. Im. 2, 17, 11.
Étym. ἀ. στόμα.