ἀποστρακόω-ῶ

ἀποστρατεύομαι

ἀποστράτηγος
ἀπο·στρατεύομαι [ᾰτ] se retirer du service : οἱ ἀπεστρατευμένοι, App. Civ. 5, 26, les soldats congédiés ou émérites.