ἀποστρατεύομαι

ἀποστράτηγος

ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀπο·στράτηγος, ου () [ᾰτ]
1 qui n’est plus général, ancien général, Dém. 669, 7 ||
2 à Rome, ancien préteur, Plut. Marc. 22.
Étym. ἀ. στρατηγός.