ἀποστράτηγος

ἀποστρατοπεδεύομαι

ἀποστρεϐλόω-ῶ
ἀπο·στρατοπεδεύομαι [ᾰτ] camper à part, loin de, gén. Xén. An. 3, 4, 34, etc.