Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματίας,
ου
(
ὁ
) [
μᾰ
] malade d’un abcès,
Arét.
p. 37, 36
.
Étym.
ἀπόστημα
.