ἀποσυμϐουλεύω

ἀποσυνάγω

ἀποσυνάγωγος
ἀπο·συνάγω [ᾰγ] faire revenir de, guérir de : ἀπό τινος, Spt. 4 Reg. 5, 3, de qqe.
Étym. maladie.