ἀποσυνάγω

ἀποσυνάγωγος

ἀποσυνεθίζω
ἀπο·συνάγωγος, ος, ον [ῠᾰ] exclu de la synagogue, NT. Joh. 9, 22.
Étym. ἀ. συναγωγή.