ἀποσυνεργέω-ῶ

ἀποσυοκεφαλέω-ῶ

ἀποσυριγγόω-ῶ
ἀπο·συο·κεφαλέω-ῶ [φᾰ] changer en un animal à tête de porc, Orig. 1, 628.
Étym. ἀ. σῦς, κεφαλή.