ἀποσυοκεφαλέω-ῶ

ἀποσυριγγόω-ῶ

ἀποσυρίζω
ἀπο·συριγγόω-ῶ [] creuser en forme de flûte, rendre fistuleux, Hpc. 280, 3.
Étym. ἀ. σῦριγξ.