ἀποταλαντεύω

ἀποταμειόομαι-οῦμαι

ἀποταμίευτος
ἀπο·ταμειόομαι-οῦμαι [τᾰ] (seul. inf. ao. dout.) mettre en réserve pour soi, El. V.H. 1, 12.
Étym. ἀ. ταμεῖον.