ἀποταμειόομαι-οῦμαι

ἀποταμίευτος

ἀποτάμνω
ἀπο·ταμίευτος, ος, ον [τᾰ] mis en réserve, Rhét. 14, 88 W.
Étym. ἀ. ταμιεύω.