ἀποτειχίζω

ἀποτείχισις

ἀποτείχισμα
ἀποτείχισις, εως () [χῐ]
1 fortification défensive, Thc. 1, 65 ||
2 démantèlement de fortifications, Polyen 1, 3, 5.
Étym. ἀποτειχίζω.