ἀποτείχισις

ἀποτείχισμα

ἀποτειχισμός
ἀποτείχισμα, ατος (τὸ) retranchement, ligne de défense, Thc. 6, 99 ; 7, 79 ; Xén. Hell. 1, 3, 7.
Étym. ἀποτειχίζω.