ἀποτετολμημένως

ἀπότευγμα

ἀποτευκτικός
ἀπότευγμα, ατος (τὸ) échec, insuccès, Arstt. Virt. et vit. 7, 5 ; Cic. Att. 13, 27 ; DS. 1, 1 ; Str. 821, etc.
Étym. ἀποτυγχάνω.