ἀπότευγμα

ἀποτευκτικός

ἀποτευκτικῶς
ἀποτευκτικός, ή, όν :
1 qui cause l’échec de, gén. Hippodam. (Stob. Fl. 103, 26) ||
2 exposé à échouer, Arr. Epict. 3, 6, 6, etc.
Étym. ἀποτυγχάνω.