ἀποθεραπεία

ἀποθεραπευτέος

ἀποθεραπευτικός
ἀποθεραπευτέος, α, ον [ρᾰ] vb. d’ἀποθεραπεύω, Sor. p. 50, 18 Dietz ; 223, 7 Dietz.