ἀποθεραπευτέος

ἀποθεραπευτικός

ἀποθεραπεύω
ἀποθεραπευτικός, ή, όν [ρᾰ] qui concerne le soin du corps après les exercices gymnastiques, Antyll. 107 ; P. Eg. p. 6, 41 Matthäi etc.
Étym. ἀποθεραπεύω.