ἀποθνῄσκω

ἀποθρασύνομαι

ἀπόθραυσις
ἀπο·θρασύνομαι (ao. ἀπεθρασυνάμην) [ᾰσ] s’enhardir ou être hardi, résolu, Dém. 1407, 14 ; DC. 72, 11.