ἀποτιμάω-ῶ

ἀποτίμημα

ἀποτίμησις
ἀποτίμημα, ατος (τὸ) [] bien grevé d’hypothèques, Dém. 866, 3 ; Is. 59, 46, etc.
Étym. ἀποτιμάω.