ἀποτροπιάζω

ἀποτροπιασμός

ἀποτρόπιος
ἀποτροπιασμός, οῦ () action de détourner par un sacrifice, Es. 112 b Halm ; Jos. A.J. 1, 3, 6 ; au plur. DL. 8, 32.
Étym. ἀποτροπιάζω.