Ἀπραγόπολις

ἀπρακτέω-ῶ

ἄπρακτος
ἀπρακτέω-ῶ :
1 ne rien faire, rester oisif, Arstt. Nic. 1, 5, 6, etc. ||
2 ne rien obtenir : παρά τινος, Xén. Cyr. 1, 6, 6, de qqn.
Étym. ἄπρακτος.