ἀπρίωτος

ἀπροαιρεσία

ἀπροαίρετος
ἀπροαιρεσία, ion. ἀπροαιρεσίη, ης () défaut de choix préalable, défaut de réflexion, Hpc. 1283, 37.
Étym. ἀπροαίρετος.