ἀπροαιρεσία

ἀπροαίρετος

ἀπροαιρέτως
ἀ·προαίρετος, ος, ον, qui se fait sans choix préalable, non délibéré, Arstt. Nic. 5, 8, 5.
Étym. ἀ, προαιρέω.