ἀπροαίρετος

ἀπροαιρέτως

ἀπροϐούλευτος
ἀπροαιρέτως, adv. sans choix préalable, involontairement, spontanément, Hpc. 37, 16 ; Arstt. Nic. 2, 5, 4 ; DL. 2, 87.