ἀπροπετία

ἀπροπτωσία

ἀπρόπτωτος
ἀπροπτωσία, ας () art de ne pas céder trop promptement, M. Ant. 3, 9 ; Zénon (DL. 7, 46).
Étym. ἀπρόπτωτος.