Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπροπτωσία
ἀπρόπτωτος
ἀπροπτώτως
ἀ·πρόπτωτος,
ος, ον,
non précipité, réfléchi,
Arr.
Epict.
2, 8, 29
.
Étym.
ἀ, προπίπτω
.