ἀπυρεξία

ἀπύρετος

ἀπυρηνομήλη
ἀ·πύρετος, ος, ον [] sans fièvre, Hpc. 54, 55, etc. ; Luc. Philops. 25 ; Antiph. (Ath. 60d).
Étym. ἀ, πυρετός.