ἀπύρετος

ἀπυρηνομήλη

ἀπύρηνος
ἀπυρηνο·μήλη, correct. p. ἀπυρο·μήλη, ης () [] sonde (de chirurgien) sans bout arrondi, Gal.
Étym. ἀπύρηνος, μ.