ἀπυρηνομήλη

ἀπύρηνος

ἀπυρομήλη
ἀ·πύρηνος, ος, ον [] sans noyau ferme, Ar. (Ath. 650e) ; Th. H.P. 4, 13, 2 ||
Cp. -ότερος, Arstt. Probl. 20, 24.
Étym. ἀ, πυρήν.